- Κενταυρικως
- Κενταυρικῶςкак кентавры, т.е. грубо Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κενταυρικῶς — Κενταυρικός like a Centaur adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενταυρικός — κενταυρικός, ή, όν (Α) [κένταυρος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε κένταυρο 2. αυτός που χαρακτηρίζει άνθρωπο άγριο, ωμό, θηριώδη. επίρρ... κενταυρικῶς (ΑΜ), με κενταυρικό, αγροίκο τρόπο … Dictionary of Greek